-
1 ὑπ-αγωγή
ὑπ-αγωγή, ἡ, 1) das Darunter-, Hinzu-, Hineinführen oder -bringen, Xen. Cyn. 6, 12; – das Anführen, Verlocken, die Täuschung, Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug, διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97.
См. также в других словарях:
υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… … Dictionary of Greek